
"Μιλάμε για πολύ αφασία!", "Είναι αφασίας"
Κάτι που έχει πλάκα ή κάποιος που είναι αστείος ή απρόβλεπτος ή πολύ ενδιαφέρων.
(Πολύ αφασία το μωρό της Καίτης, ε;)
Κάτι που έχει πλάκα ή κάποιος που είναι αστείος ή απρόβλεπτος ή πολύ ενδιαφέρων.
(Πολύ αφασία το μωρό της Καίτης, ε;)